- αχράς
- (achras). Γένος φυτών της οικογένειας των σαποτωδών. Από το γένος αυτό είναι γνωστά γύρω στα 60 είδη. Τα κυριότερα είναι τα εξής: η α. το γλυκύσυκο, που είναι δέντρο με ψηλό κορμό και ευδοκιμεί στη δυτική Αφρική. Οι καρποί του έχουν γλυκιά γεύση και είναι φαγώσιμοι· η α. η σαπότη, που είναι κι αυτή δέντρο ψηλό, αειθαλές και ευδοκιμεί στις Δ Ινδίες και την κεντρική Αμερική. O καρπός του έχει μέγεθος μήλου και είναι νόστιμος. O φλοιός του έχει αντιπυρετικές ιδιότητες και παλαιότερα χρησιμοποιούταν αντί για το κινίνο. Λείψανα φύλλων των φυτών αυτών βρέθηκαν σε στρώματα της κρητιδικής και της τριτογενούς περιόδου.
* * *η (Α ἀχράς, Μ ἀχλάς)νεοελλ.το δέντρο των τροπικών χωρών Αχράς η σαπότααρχ.-μσν.η άγρια αχλαδιά και ο καρπός της.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., με επίθημα -αδ-, που απαντά συχνά σε ονόματα δένρων και φυτών (πρβλ. οινάς «αμπέλι», ερινάς «αγριοσυκιά» κ.ά.). Εξάλλου δεν αποκλείεται μία σχέση με το άχερδος. Από τη λ. αχράς προέκυψε και το νεοελλ. αχλάδα].
Dictionary of Greek. 2013.